υπερενούμαι

υπερενούμαι
-όομαι, ΜΑ [ἐνοῡμαι]
είμαι εντελώς ενωμένος σε ένα σύνολο, σε μία ολότητα («τὴν μίαν καὶ ὑπερηνωμένην θεότητα», Γρηγ. Ναζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερένωσις — ώσεως, ἡ, Α [ὑπερενοῡμαι] πλήρης, τέλεια ένωση …   Dictionary of Greek

  • υπερηνωμένως — Μ επίρρ. με πλήρη ενότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερηνωμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. ὑπερενοῦμαι + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”